- ντουζίνα
- η дюжина;
μνά ντουζίνα μαντήλια — дюжина платков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μνά ντουζίνα μαντήλια — дюжина платков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντουζίνα — η (λ. βενετ.), δωδεκάδα: Πήρα μια ντουζίνα πιατικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντουζίνα — η σύνολο από δώδεκα ομοειδή αντικείμενα, δωδεκάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. dozzina < λατ. duodecim «δώδεκα»] … Dictionary of Greek
duzină — DUZÍNĂ, duzini, s.f. Grup de douăsprezece obiecte de acelaşi fel care formează un tot. ♢ loc. adj. De duzină = care are o calitate inferioară; prost, mediocru. [pl. şi: duzine] – Din ngr. duzina. cf. it. d o z z i n a, fr. d o u z a i n e. Trimis … Dicționar Român
δωδεκάδα — η σύνολο δώδεκα μονάδων, ντουζίνα: Αγόρασα μια δωδεκάδα αβγά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξάδα — η αριθμ. ουσ. (του απόλ. έξι), σύνολο έξι μονάδων ως νέα μονάδα, μισή δωδεκάδα, μισή ντουζίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)